επιμελητικός

επιμελητικός
ἐπιμελητικός, -ή, -όν (Α) [επιμελητής]
1. ο αρμόδιος ή ικανός να φροντίζει κάτι
2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμελητική, τὸ ἐπιμελητικόν
η επιμέλεια, η φροντίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμελητικόν — ἐπιμελητικός able to take charge masc acc sg ἐπιμελητικός able to take charge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητικούς — ἐπιμελητικός able to take charge masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητικήν — ἐπιμελητικός able to take charge fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελητικῶς — ἐπιμελητικός able to take charge adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”